- καρπωμάτων
- κάρπωμαfruitneut gen plκαρ/πωμαneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρπωμα — κάρπωμα, τὸ (Α) [καρπώ] 1. καρπός («καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις», Αισχύλ.) 2. προσφορά καρπών («ἀπὸ τῶν ἡγιασμένων ἁγίων τῶν καρπωμάτων ἀπὸ πάντων τῶν δώρων αὐτῶν», ΠΔ) 3. ωφέλεια, κέρδος … Dictionary of Greek